ἀναδομή
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ἡ,
A rebuilding, Suid., Zonar.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 sent. dud. redistribución Sud., Zonar.
2 reconstrucción Zonar.
Greek Monolingual
ἀναδομή, η (Μ) ἀναδομῶ
το εκ νέου χτίσιμο, ανοικοδόμηση (στη Σούδα εξηγείται «αναδασμός»)