ἀναλυτήρ
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A deliverer, A.Ch.160 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 197] ῆρος, ὁ, der Erlöser, Befreier, δόμων Aesch. Ch. 158.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλῠτήρ: ῆρος, ὁ, σωτήρ, λυτρωτής, Αἰσχύλ. Χο. 159.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
libérateur.
Étymologie: ἀναλύω.
Spanish (DGE)
(ἀναλῠτήρ) -ῆρος, ὁ libertador ἀνὴρ ἀ. δόμων A.Ch.161.
Greek Monolingual
ἀναλυτήρ (-ῆρος), ο (Α) ἀναλύω
σωτήρας, λυτρωτής.
Greek Monotonic
ἀναλῠτήρ: -ῆρος, ὁ, σωτήρας, λυτρωτής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλῠτήρ: ῆρος ὁ освободитель, избавитель (δόμων Aesch.).