ἀπολεπτύνω
τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἀνέσπερον → undimmed and unsetting light
English (LSJ)
A fine down, esp. of reducing temperature or fever, Plu.2.695e, Alex. Trall.Febr.5:—more freq. in Pass., become quite fine or thin, ἀπολεπτυνθέντος τοῦ πικροῦ being fined away, Pl.Ti.83b; πλάτος ἀπολελεπτυσμένον Arist.HA489b33; of fever, v.l. in Hp. Epid.1.25.
German (Pape)
[Seite 311] verdünnen, spitz machen, τὸ πλάτος ἀπολελεπτυσμένον Arist. H. A. 1, 5; schwächen, τοῦ πικροῦ ἀπολεπτυνθέντος Plat. Tim. 83 b.
Spanish (DGE)
1 en v. med. hacerse delgado o fino, reducirse ἀπολεπτυνθέντος μᾶλλον τοῦ πικροῦ Pl.Ti.83b, τὸ πλάτος Arist.HA 489b33
•fig. refinarse, purificarse del alma en el purgatorio, Gr.Nyss.Or.Catech.8.
2 en v. act. hacer disminuir τὸ θερμόν Plu.2.695e, τὴν ἐπιμιξίαν τοῦ φλέγματος Alex.Trall.1.373.6
•reducir τὴν τοῦ νομικοῦ παχύτητα γράμματος εἰς πνευματικὴν θεωρίαν Cyr.Al.M.73.416A
•fig. refinar, purificar τὴν ψυχήν Gr.Nyss.V.Mos.2 (p.98).
Greek Monolingual
ἀπολεπτύνω (Α)
1. (κυρίως για τον πυρετό) μειώνω, ελαττώνω
2. παθ. καθίσταμαι λεπτός, απισχνούμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολεπτύνω:
1) делать тонким, заострять (τὸ πλάτος ἀπολελεπτυσμένον Arst.);
2) разбавлять, ослаблять (τὸ πικρὸν ἀπολεπτυνθέν Plat.);
3) убавлять (τὸ θερμόν Plut.).