ἀπολεπτύνω
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
fine down, esp. of reducing temperature or fever, Plu.2.695e, Alex. Trall.Febr.5:—more freq. in Pass., become quite fine or thin, ἀπολεπτυνθέντος τοῦ πικροῦ being fined away, Pl.Ti.83b; πλάτος ἀπολελεπτυσμένον Arist.HA489b33; of fever, v.l. in Hp. Epid.1.25.
Spanish (DGE)
1 en v. med. hacerse delgado o fino, reducirse ἀπολεπτυνθέντος μᾶλλον τοῦ πικροῦ Pl.Ti.83b, τὸ πλάτος Arist.HA 489b33
•fig. refinarse, purificarse del alma en el purgatorio, Gr.Nyss.Or.Catech.8.
2 en v. act. hacer disminuir τὸ θερμόν Plu.2.695e, τὴν ἐπιμιξίαν τοῦ φλέγματος Alex.Trall.1.373.6
•reducir τὴν τοῦ νομικοῦ παχύτητα γράμματος εἰς πνευματικὴν θεωρίαν Cyr.Al.M.73.416A
•fig. refinar, purificar τὴν ψυχήν Gr.Nyss.V.Mos.2 (p.98).
German (Pape)
[Seite 311] verdünnen, spitz machen, τὸ πλάτος ἀπολελεπτυσμένον Arist. H. A. 1, 5; schwächen, τοῦ πικροῦ ἀπολεπτυνθέντος Plat. Tim. 83 b.
Greek Monolingual
ἀπολεπτύνω (Α)
1. (κυρίως για τον πυρετό) μειώνω, ελαττώνω
2. παθ. καθίσταμαι λεπτός, απισχνούμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολεπτύνω:
1 делать тонким, заострять (τὸ πλάτος ἀπολελεπτυσμένον Arst.);
2 разбавлять, ослаблять (τὸ πικρὸν ἀπολεπτυνθέν Plat.);
3 убавлять (τὸ θερμόν Plut.).