ἀπόλουσις

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλουσις Medium diacritics: ἀπόλουσις Low diacritics: απόλουσις Capitals: ΑΠΟΛΟΥΣΙΣ
Transliteration A: apólousis Transliteration B: apolousis Transliteration C: apolousis Beta Code: a)po/lousis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A ablution, Pl.Cra.405b, Sor.1.83.

German (Pape)

[Seite 313] ἡ, das Abwaschen, Plat. Crat. 405 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλουσις: -εως, ἡ, τὸ ἀπολούειν, Πλάτ. Κρατ. 405Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 118: ― ὡσαύτως -λουσμός, ὁ, Θεοδώρητ. τ. 2, σ. 401.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ ablución Pl.Cra.405b, Sor.60.29.

Greek Monolingual

ἀπόλουσις, η (AM) απολούω
μσν.
λουτρό στο οποίο υποβάλλονταν οι χριστιανοί επτά ημέρες μετά το βάπτισμα
αρχ.
πλύση του σώματος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόλουσις: εως ἡ смывание, омовение Plat.