ἀσύγγνωστος

Revision as of 13:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, = foreg., Jul.Ep.184.    II unpardonable, Gal.1.13, Phalar. Ep.6, Him.Ecl.5.10, Lib.Or.59.144. Adv. -τως Phld.Mort.20.

German (Pape)

[Seite 379] unverzeihlich, Sp., nach Hesych. auch = nicht verzeihend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύγγνωστος: -ον, ὁ μὴ ἄξιος συγγνώμης, ἀσγνωστότερον ἑαυτῷ τὸ κακὸν ἀποφαίνει Γαλην 1. 13, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. 266C, κλ.:―Ἐπίρρ. ἀσυγγνώστως, Βασίλ. ΙΙΙ, 633Β, κλ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene disculpa, imperdonable τὸ κακόν Gal.Adhort.7, ἀδοξία Him.5.10, cf. Longin.3, Lib.Or.59.144
subst. τὰ ἀσύγγνωστα cosas imperdonables Phalar.Ep.6.
2 que no perdona ἀσύγγνωστον οἶδά σε Iul.Ep.184.416c, δικασταί Chrys.Sac.3.14.13
inexorable κίνδυνος Ath.Al.M.25.96C, del castigo eterno, Ath.Al.M.26.440B.
II adv. -ως en forma imperdonable Phld.Mort.20, Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1321D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύγγνωστος, -ον) συγγνωστός
νεοελλ.
φρ. «ασύγγνωστη πλάνη» — αδίκημα το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από αμέλεια αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξης
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν είναι άξιος συγγνώμης, ο ασυγχώρητος
2. ο ασυγγνώμων.