ἐπίπλασμα

From LSJ
Revision as of 15:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπλασμα Medium diacritics: ἐπίπλασμα Low diacritics: επίπλασμα Capitals: ΕΠΙΠΛΑΣΜΑ
Transliteration A: epíplasma Transliteration B: epiplasma Transliteration C: epiplasma Beta Code: e)pi/plasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A plaster, Hp.Art.40, Aret.CA1.1, Lyc. ap. Orib.9.25.1, etc.

German (Pape)

[Seite 970] τό, das Daraufgestrichene, Pflaster, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπλασμα: τό, ἔμπλαστρον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805.

Greek Monolingual

το (Α ἐπίπλασμα) επιπλάσσω
έμπλαστρο
νεοελλ.
συγκολλητική πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται για το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ., στόκος.