ἐπεκτατικός

From LSJ
Revision as of 15:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεκτᾰτικός Medium diacritics: ἐπεκτατικός Low diacritics: επεκτατικός Capitals: ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epektatikós Transliteration B: epektatikos Transliteration C: epektatikos Beta Code: e)pektatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A lengthening, Eust.1393.14.

German (Pape)

[Seite 914] ή, όν, ausdehnend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεκτᾰτικός: -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπέκτασιν, Εὐστ. 1393. 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐπεκτατικός, -ή, -όν) επεκτείνω
νεοελλ.
αυτός που επιχειρεί επέκταση τών ορίων του, αύξηση της περιοχής που του ανήκει («επεκτατική πολιτική, επεκτατικά σχέδια»)
μσν.
κατάλληλος για επέκταση.