ἔκτριψις
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A violent friction, νεφῶν D.L.2.9; πνεύματος Ruf.Onom.228. II destruction, LXX Nu.15.31.
German (Pape)
[Seite 783] ἡ, das Herausreiben, Reiben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτριψις: -εως, ἡ, βιαία τριβή, ἀστραπὰς ἔκτριψιν νεφῶν Διογ. Λ. 2. 9.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 roce violento ἀστραπὰς ἔκτριψιν νεφῶν que los relámpagos son un roce violento de las nubes D.L.2.9 (= Anaxag.A 1.9), πνεῦμα μὲν ..., θερμὸν ... τὴν ἔκτριψιν τοῦ πνεύματος Ruf.Onom.228.
2 destrucción ἐκτρίψει ἐκτριβήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη LXX Nu.15.31, cf. A.Thom.A 55.
Russian (Dvoretsky)
ἔκτριψις: εως ἡ столкновение (νεφῶν Diog. L.).