ἔμβλησις
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
εως, ἡ, (
A ἐμβάλλω 11) impaction, Hp.Loc.Hom.47. II reduction of dislocations, Paul. Aeg.6.114.
German (Pape)
[Seite 806] ἡ, das Hineinwerfen, Einschalten, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβλησις: -εως, ἡ, (ἐμβάλλω ΙΙ) τὸ ἐμβάλλειν, ἔμπτωσις, Ἱππ. 423. 31.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
aplicación, acoplamiento, contacto c. gen. ἡ ἔ. τῆς (μήτρης) ἐς τὸν κρήμνον Hp.Loc.Hom.47.8
•medic. reinserción, reducción de un hueso dislocado, Paul.Aeg.6.114.7.
Greek Monolingual
ἔμβλησις, η (AM)
μσν.
1. μεταφορά δημόσιων προμηθειών
2. (για εξάρθρωση) συστολή
αρχ.
το να πέσει κάτι μέσα σε κάτι άλλο.