μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Full diacritics: ἰπνευτής | Medium diacritics: ἰπνευτής | Low diacritics: ιπνευτής | Capitals: ΙΠΝΕΥΤΗΣ |
Transliteration A: ipneutḗs | Transliteration B: ipneutēs | Transliteration C: ipneftis | Beta Code: i)pneuth/s |
οῦ, ὁ, =
A furnarius, Gloss.; prob. for ἰπνίτης in AP6.299 (Phan.).
ἰπνευτής, ὁ (Α) ιπνεύω
αυτός που ξηραίνει ή ψήνει κάτι σε κλίβανο, σε φούρνο, ο φούρναρης.