ὑπουδαῖος

From LSJ
Revision as of 17:00, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπουδαῖος Medium diacritics: ὑπουδαῖος Low diacritics: υπουδαίος Capitals: ΥΠΟΥΔΑΙΟΣ
Transliteration A: hypoudaîos Transliteration B: hypoudaios Transliteration C: ypoudaios Beta Code: u(poudai=os

English (LSJ)

a (Ion. η), ον, (οὖδας)

   A subterranean, Plu.2.266e, Opp. H.3.487.

German (Pape)

[Seite 1237] unter dem Erdboden, unterirdisch; Opp. Hal. 3, 487; Plut. qu. Rom. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπουδαῖος: α, (Ἰων. η), ον, (οὖδας) ὑποχθόνιος, τὸν δὲ Κρόνον ἡγοῦνται θεὸν ὑπουδαῖον Πλούτ. 2. 266Ε· τήν ποτε κούρην φησὶν ὑπουδαῖον ἔμμεναι Ὀππ. Ἁλ. 3. 487.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
souterrain.
Étymologie: ὑπό, οὖδας.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
κάτω από το χώμα, υποχθόνιος («τὸν δὲ Κρόνον ἡγοῡνται θεὸν ὑπουδαῑον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + οὐδαῖος «υπόγειος, υποχθόνιος» (< οὖδας «έδαφος»), πρβλ. κατ-ουδαῖος].

Russian (Dvoretsky)

ὑπουδαῖος: подземный (ὑ. καὶ χθόνιος θεός Plut.).