Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
Full diacritics: ὠρῡδόν | Medium diacritics: ὠρυδόν | Low diacritics: ωρυδόν | Capitals: ΩΡΥΔΟΝ |
Transliteration A: ōrydón | Transliteration B: ōrydon | Transliteration C: orydon | Beta Code: w)rudo/n |
Adv.
A howling, Nic.Al.222.
ὠρῡδόν: ἐπίρρ. μετὰ ὠρυγμῶν, ὡς λύκος ὠρυόμενος, Νικ. Ἀλεξιφ. 222.
Α
επίρρ. με ουρλιαχτά, σαν ωρυόμενος λύκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. ἀναφαν-δόν)].