ῥυτίδωμα
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
ατος, τό,
A wrinkle, Sch.Ar.Pl. 1052, 1066.
German (Pape)
[Seite 854] τό, das Gerunzelte, runzliger Körper, Schol. Ar. Plut. 1051.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠτίδωμα: τό, ῥυτίς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1052, 1066.
Greek Monolingual
-ατος, το / ῥυτίδωμα, ΝΑ ῥυτιδῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρυτιδώνω, ζάρωμα, σούφρωμα
νεοελλ.
βοτ. το ξηρόφλοιο.