ῥόφημα

From LSJ
Revision as of 17:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόφημα Medium diacritics: ῥόφημα Low diacritics: ρόφημα Capitals: ΡΟΦΗΜΑ
Transliteration A: rhóphēma Transliteration B: rhophēma Transliteration C: rofima Beta Code: r(o/fhma

English (LSJ)

Ion. ῥύφ-, ατος, τό,

   A that which is supped up, thick gruel or porridge, opp. πόμα, Hp.Aph.7.68, VM5, Fist.7, Arist.Pr.863b6.

German (Pape)

[Seite 849] τό, das, was geschlürft, geschluckt wird, bes. ein durch Beimischung von Mehl od. sonst verdickter und schleimig gemachter Trank, Medic.; Ath. III, 127 d.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόφημα: Ἰων. ῥύφ-, τό, πυκνὴ καὶ ῥευστὴ τροφὴ ἥν ῥοφεῖ τις, πυκνὸς πολτώδης ζωμὸς ἐκ φακῆς, χόνδρου, κλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πόμα, Ἱππ. Ἀφ. 1261, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Ἀριστ. Προβλ. 1. 37, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sorte de bouillie.
Étymologie: ῥοφέω.

Greek Monolingual

το / ῥόφημα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥύφημα Α [[ῥοφῶ / ῥυφῶ]]
νεοελλ.
ζεστό κυρίως πρωινό, αφέψημα, τσάι
μσν.
ρουφηξιά, γουλιά κρασιού
μσν.-αρχ.
ρευστή, πυκνόρρευστη ή πολτώδης τροφή, σε αντιδιαστολή προς τη στερεά ή την υγρή·

Russian (Dvoretsky)

ῥόφημα: ατος τό похлебка, кашица Arst., Plut.