κολοβώδης
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
Full diacritics: κολοβώδης | Medium diacritics: κολοβώδης | Low diacritics: κολοβώδης | Capitals: ΚΟΛΟΒΩΔΗΣ |
Transliteration A: kolobṓdēs | Transliteration B: kolobōdēs | Transliteration C: kolovodis | Beta Code: kolobw/dhs |
ες,
A stunted, stumpy, δάκτυλοι Polem.Phgn.51 (v.l.).
[Seite 1474] ες, = κολοβός; δάκτυλοι Polemon physiogn. 1, 22.
κολοβώδης: -ες, (εἶδος) ἀτελῶς ἀνεπτυγμένος, ἀτελής, δάκτυλοι Πολέμωνος Φυσ. 1. 22.
κολοβώδης, -ῶδες (Α) κολοβός
ατελώς ανεπτυγμένος.