κωρισμός
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ὁ, Dor. for Κουρισμός,
A education, upbringing, κωρισμοῖς ἐδίδαξα μελίφροσι Hymn.Is.41.
Greek Monolingual
κωρισμός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) ανατροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του κουρισμός].