ξυνωνία
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
ἡ,
A = κοινωνία, partnership, fellowship, ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν Archil.86.
German (Pape)
[Seite 282] ἡ, = κοινωνία, Gemeinschaft, Archil. 59.
Greek (Liddell-Scott)
ξῡνωνία: ἡ, = κοινωνία, Ἀρχίλ. 80.
Greek Monolingual
ξυνωνία, ιων. τ. ξυνωνίη, ἡ (Α) ξυνών
σύλλογος, εταιρεία, συντροφιά («ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν», Αρχίλ.).