στρῶσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A spreading, covering, Heraclid.Cum.5; τοῦ χοῦ POxy.1631.27 (iii A.D.); esp. of the lectisternium, IG22.1329.15 (ii B.C., pl.). II paving, ib.42(1).102.52 (Epid., iv B.C.), Ephes. 3p.100No.8 (i A.D.); ὁδῶν D.H.3.67, Str.5.3.8; τῆς πόλεως Fitzler Steinbrüche p.109 (i A.D.); λίθου στρώσει πεποικιλμένα J.BJ7.8.3, cf. IG14.317 (Thermae Himer.).
German (Pape)
[Seite 957] εως, ἡ, das Ausbreiten, Decken, Ath. II, 48 d, ὁδῶν, Pflastern, D. Hal. 3, 67.
Greek (Liddell-Scott)
στρῶσις: -εως, ἡ, τὸ στρωννύναι, ἐξαπλώνειν, καλύπτειν, Ἀθήν. 48D· ἡ στρωμνή, Ἐκκλ. ΙΙ. καταστρωσις, στρώσιμον, ὁδῶν Διον. Ἁλ. 3. 67· λίθου στρώσει πεποικιλμένα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 3, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5578.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. στρώση.