στρογγύλλω

Revision as of 23:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

(στρογγύλος)

   A round off, make round, Aret.SA1.8 (Pass.).    II twirl, spin, χειρὶ σ. κρόκην AP7.726 (Leon.): dub. sens. in Archig. ap. Gal.8.90.

German (Pape)

[Seite 955] abrunden, rund machen, κρόκην χειρί Leon. Tar. 78 (VII, 726), u. a. Sp., auch in Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγύλλω: (στρογγύλος, πρβλ. στωμύλλω, στωμύλος), ποιῶ τι στρογγύλον, στρογγυλεύω, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1.8, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 96 (ἀμφότερα ἐν τῷ παθ.). ΙΙ.περιστρέφω, κλώθω, χειρὶ στρ. κρόκην Ἀνθ. Π. 7. 726.

French (Bailly abrégé)

1 arrondir;
2 faire tourner.
Étymologie: στρογγυλός.

Greek Monolingual

Α στρογγύλος
1. κάνω κάτι στρογγυλό, στρογγυλεύω
2. κλώθω
3. μτφ. παρατείνω.

Greek Monotonic

στρογγύλλω: μέλ. -ῠλῶ, συστρέφω, περιστρέφω, περιδινίζω, κλώθω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στρογγύλλω: крутить, вращать (κρόκην Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρογγύλλω [στρογγύλος] glad maken.

Middle Liddell

στρογγύλλω,
to twirl, spin, Anth. [from στρογγύ˘λος]