ἀκαρπία
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
English (LSJ)
ἡ,
A unfruitfulness, barrenness, A.Eu.801, Hp.Vict.4.90, Arist.Mir.842a22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαρπία: ἡ, ἀφορία, στείρωσις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 801, Ἱππ. 378. 491, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκ. 122. 2. [ἀκαρπῖη, Χρησ. Σιβ. 4. 73].
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
stérilité.
Étymologie: ἄκαρπος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Orac.Sib.4.73
esterilidad μηδ' ἀκαρπίαν τεύξητε A.Eu.801, cf. Hp.Vict.4.90.3, Arist.Mir.842a22, LXX Pr.9.12c, op. πολυκαρπία Plu.2.103b, τῶν ἐλαιῶν IStratonikeia 310.30 (IV d.C.), ἀρουρῶν PLond.1674.34 (VI d.C.), cf. Orac.Sib.4.73
•fig. esterilidad espiritual Isid.Pel.Ep.M.78.189C, 308C.
Greek Monolingual
και ακαρπιά, η (Α ἀκαρπία) ἄκαρπος
έλλειψη καρπών, αφορία
αρχ.
έλλειψη παιδιών, ατεκνία.
Greek Monotonic
ἀκαρπία: ἡ (ἄκαρπος), αφορία, έλλειψη γονιμότητας, στειρότητα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκαρπία: ἡ бесплодие, бесплодность Aesch., Arst., Plut.
Middle Liddell
ἄκαρπος
unfruitfulness, barrenness, Aesch.