τρόφιον
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
τό,
A aliment, maintenance, Sammelb. 5349 (ii A. D.). 2 diet, Sor. ap. Gal.12.415: as Adj., ἐδάφη τ. pastures for the Hathor-cow, prob. in BGU1216.113 (ii B. C.). II circular pad to prevent sores, Gal.18(2).457.
Greek Monolingual
τὸ, Α τροφή
1. θρεπτική ουσία, τροφή
2. τρόπος διατροφής, δίαιτα
3. κυκλική προστατευτική επικάλυψη που εμποδίζει την πτώση λίθων
4. (με σημ. επιθέτου στη φρ.) «ἐδάφη τρόφια» — τα βοσκοτόπια πάπ..