ἀντίλογος

Revision as of 00:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον,

   A contradictory, reverse, τύχαι E.Hel.1142 (lyr.); φιλονεικίαι love of contradiction, Simp.in Ph.1135.28, cf. Epicur.Nat.28Fr.8.

German (Pape)

[Seite 255] widersprechend, Eur. Hel. 1156.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίλογος: -ον, παράλογος, ἐναντίος, ἀντιλόγοις πηδῶντ’ ἀνελπίστοις τύχαις; Εὐρ. Ἑλ. 1142.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contradictoire, contraire.
Étymologie: ἀντιλέγω.

Spanish (DGE)

-ον
1 contradictorio τύχαι E.Hel.1142.
2 dialéctico, propio del hábil argumentador ἀ. φιλονεικία emulación simplemente por llevar la contraria, pura afición a la contradicción Simp.in Ph.1135.28.

Greek Monolingual

ο (Μ ἀντίλογος, ο
Α ἀντίλογος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
απάντηση, απόκριση
νεοελλ.
αντιλογία, αντίρρηση
μσν.
μήνυμα, ανακοίνωση
αρχ.
(-ος, -ον) ο αντιφατικός, ο παράλογος.

Greek Monotonic

ἀντίλογος: -ον (ἀντιλέγω), αυτός που αντιλέγει, ενάντιος, αντιλεγόμενος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίλογος: противоречивый или обратный (τύχαι Eur.).

Middle Liddell

ἀντιλέγω
contradictory, reverse, Eur.