ψιλόπλευρον
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Full diacritics: ψῑλόπλευρον | Medium diacritics: ψιλόπλευρον | Low diacritics: ψιλόπλευρον | Capitals: ΨΙΛΟΠΛΕΥΡΟΝ |
Transliteration A: psilópleuron | Transliteration B: psilopleuron | Transliteration C: psiloplevron | Beta Code: yilo/pleuron |
τό, =
τὸ, πληθ. και ψιλήπλευρα, ΜΑ
1. άρθρωση
2. ώμος
3. πλευρά αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. αμάρτυρου επιθ. ψιλόπλευρος < ψιλός + -πλευρος (< πλευρόν), πρβλ. πλατύ-πλευρον].