ψιλόπλευρον

From LSJ
Revision as of 09:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλόπλευρον Medium diacritics: ψιλόπλευρον Low diacritics: ψιλόπλευρον Capitals: ΨΙΛΟΠΛΕΥΡΟΝ
Transliteration A: psilópleuron Transliteration B: psilopleuron Transliteration C: psiloplevron Beta Code: yilo/pleuron

English (LSJ)

τό, =

   A armus, ofella, ofla, Gloss.

Greek Monolingual

τὸ, πληθ. και ψιλήπλευρα, ΜΑ
1. άρθρωση
2. ώμος
3. πλευρά αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. αμάρτυρου επιθ. ψιλόπλευρος < ψιλός + -πλευρος (< πλευρόν), πρβλ. πλατύ-πλευρον].