ὑποφθορά
From LSJ
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
ἡ,
A corruption, decay, Heliod. ap. Orib.44.23.27: pl., seductions, Vett.Val.118.5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφθορά: ᾶς, ἡ, βαθμιαία φθορά, σῆψις, Ὀρειβάσ. σελ. 19, ἔκδ. Mai. 2) φθορὰ διὰ χρημάτων, περὶ ὑποφθορᾶς ἀντιδίκων Σύνοψ. Βασιλικ. Mortreuil Histoire du droit Byz. τ. 2, σ. 438, 33.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ ὑποφθείρω
1. βαθμιαία φθορά
2. διαφθορά, δωροδοκία με χρήματα.