ἀπαναισιμόω
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
A use up, consume, [ὑγρασίη] -οῦται Hp.Gland.9.
German (Pape)
[Seite 277] aufbrauchen, verzehren, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαναισιμόω: ἀπαναλίσκω, Ἱππ.(;).
Spanish (DGE)
consumir en v. pas., de la humedad de la piel αὕτη πᾶσα ἀπαναισιμοῦται Hp.Gland.9.