ἀνθάμιλλος

From LSJ
Revision as of 11:31, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθᾰμιλλος Medium diacritics: ἀνθάμιλλος Low diacritics: ανθάμιλλος Capitals: ΑΝΘΑΜΙΛΛΟΣ
Transliteration A: anthámillos Transliteration B: anthamillos Transliteration C: anthamillos Beta Code: a)nqa/millos

English (LSJ)

ον,

   A vying with, rivalling, E.Ion606.

German (Pape)

[Seite 230] dagegen wetteifernd, Nebenbuhler, Eur. Ion. 606; Lycophr. 429.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθάμιλλος: [ᾰ], -ον, (ἅμιλλα) ἀνταγωνιστής, ἀντίπαλος, Εὐρ. Ἴων 606: ― θηλ. τύπος, ἀνθαμιλλήτρια, ἡ, ἡ ἀντίζηλος, τινι Νικήτ. Χρον. 325Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rival.
Étymologie: ἀντί, ἅμιλλα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [-ᾰ-]
rival τοῖς ἀνθαμίλλοις εἰσὶ πολεμιώτατοι E.Io 606, cf. Lyc.429.

Greek Monolingual

ἀνθάμιλλος, -ον (Α)
ανταγωνιστής, αντίζηλος, αντίπαλος.

Greek Monotonic

ἀνθάμιλλος: [ᾰ], -ον (ἅμιλλα), ανταγωνιστής, αντίπαλος, αντίζηλος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθάμιλλος: ὁ соперник Eur.

Middle Liddell

ἅμιλλα
vying with, rivalling, Eur.