ἀρρενοπρεπής

From LSJ
Revision as of 11:34, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενοπρεπής Medium diacritics: ἀρρενοπρεπής Low diacritics: αρρενοπρεπής Capitals: ΑΡΡΕΝΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: arrenoprepḗs Transliteration B: arrenoprepēs Transliteration C: arrenoprepis Beta Code: a)rrenopreph/s

English (LSJ)

ές,

   A befitting men, manly, Aristid.Quint.2.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενοπρεπής: -ές, ὁ πρέπων εἰς ἄρρενας, ἀνδρικός, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. περὶ Μουσικ. σ. 92.

Spanish (DGE)

-ές
apropiado a los varones, viril de algunas melodías, Aristid.Quint.78.5.

Greek Monolingual

ἀρρενοπρεπής, -ές (Α)
ο ανδροπρεπής, αυτός που ταιριάζει σε άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -πρεπής < πρέπω (πρβλ. ανδροπρεπής, θηλυπρεπής κ.ά.)].