ὑπεραναβαίνω
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
English (LSJ)
A pass over, cross, τὰς Ἄλπεις Zos.2.53. 2 rise above, τὸν ἀέρα Gal.19.172. II metaph., transcend, c. acc., Eust. 18.25, Eustr. in EN32.36; ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον a transcendent or superior criterion, S.E.M.7.445.
German (Pape)
[Seite 1190] (s. βαίνω), darüber hinaufsteigen, übersteigen, – übertr., übertreffen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραναβαίνω: ὑπερβαίνω, περῶ ὑπεράνω τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., ὑπερβαίνω, εἶμαι ἀνώτερος, ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· μετὰ γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι ἔξοχος, ὑπέροχος, κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445.
Greek Monolingual
ΜΑ ἀναβαίνω
1. ανεβαίνω πάνω από κάτι, υπερβαίνω, περνώ πάνω από κάτι («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.)
2. υπερτερώ, υπερέχω, είμαι ανώτερος
3. φρ. «ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον» — υπέρτατο, ανώτατο κριτήριο (Σέξτ. Εμπ.).
Russian (Dvoretsky)
ὑπεραναβαίνω: досл. переходить, перен. превосходить: ὑπεραναβεβηκός τι Sext. нечто превосходное.