ἐκδορά

From LSJ
Revision as of 11:56, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδορά Medium diacritics: ἐκδορά Low diacritics: εκδορά Capitals: ΕΚΔΟΡΑ
Transliteration A: ekdorá Transliteration B: ekdora Transliteration C: ekdora Beta Code: e)kdora/

English (LSJ)

ἡ,

   A stripping off, removing, λειχήνων Gal.12.844.

German (Pape)

[Seite 757] ἡ, das Abhäuten, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδορά: ἡ τὸ ἐκδέρειν, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ δέρματος, «γδάρσιμον», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ
desollamiento ἁπάντων ὠμότεροι ... οἱ Πέρσαι, ἐκδοραῖς χρώμενοι como castigo, Thdt.M.81.1416C, cf. Affect.9.32
medic. excoriación τῶν λειχήνων Crit.Hist. en Gal.12.844, 845, cf. 846.

Greek Monolingual

η (Α ἐκδορά)
νεοελλ.
επιπόλαιο τραύμα της επιδερμίδας, ξέγδαρμα
αρχ.
1. αφαίρεση του δέρματος, γδάρσιμο
2. γεν. αφαίρεση.