οὐδαμά
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
[μᾰ], Adv.
A never, not atall, οὐ. σ' οὐδ' ἀπεὼν δηλήσομαι Thgn. 1363, cf. 1373, Archil.Supp.3.6, Sapph.77 (οὔδ-), Anacr.50, Emp.17.6,12, 26.11, A.Supp.884; καί νιν ὄμβροι… χιών τ' οὐ. λείπει S.Ant.830 (lyr.), cf. 763, Tr.323; οὐ. ἐν τὠυτῷ μένουσαν Hdt.1.5, cf. 56, 2.168, 3.10, al.
French (Bailly abrégé)
adv.
nullement.
Étymologie: οὐδαμός.
Greek Monolingual
οὐδαμά (Α) ουδαμός
επίρρ. καθόλου, διόλου («οὐδαμὰ ἐν τὠυτῷ μένουσαν», Ηρόδ.).