λαψάνη
From LSJ
ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings
English (LSJ)
(so PPetr.3p.152(iii B.C.)) or λαμψάνη, ἡ, the herb
A charlock, Brassica arvensis, Dsc.2.116, Gal.7.285.
German (Pape)
[Seite 20] ἡ, auch λαμψάνη, ein eßbares Kraut, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λαψάνη: ἢ λαμψάνη, ἡ, ἡ «λαψάνα», Διοσκ. 2. 142.