φολλικώδης

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φολλικώδης Medium diacritics: φολλικώδης Low diacritics: φολλικώδης Capitals: ΦΟΛΛΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: phollikṓdēs Transliteration B: phollikōdēs Transliteration C: follikodis Beta Code: follikw/dhs

English (LSJ)

ες, dub. sens. in Hp.Epid.4.30 (cf. φολιδώδης),

   A full of cavities, spongy, acc. to Gal.19.153; scabby, acc. to Erot., who has φόλλιξ, ικος, ἡ, in sense of a scab, leprous sore.

Greek (Liddell-Scott)

φολλικώδης: -ες, (εἶδος) παρ’ Ἱππ., ὅπερ κατὰ τὸν Γαλην. = θυλακώδης, «φολλικώδεα· τὰ οἰονεὶ θυλακώδεα καὶ σομφὰ» (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592), ἐν ᾧ ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἑρμηνεύει: «φολλικώδη, τὰ ἐφιλλώδη καὶ λεπρώδη. οἱ γὰρ παλαιοὶ φόλλικας ἐκάλουν τὰς ψωρώδεις τραχύτητας».

French (Bailly abrégé)

ης, ες,
dartreux, HPC. Épid. 4 p. 430.
Étymologie: φόλλιξ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φόλλιξ, -ικος]
1. πιθ. σπογγώδης, πορώδης
2. ψωριάρης.