γράπις

From LSJ
Revision as of 13:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γράπις Medium diacritics: γράπις Low diacritics: γράπις Capitals: ΓΡΑΠΙΣ
Transliteration A: grápis Transliteration B: grapis Transliteration C: grapis Beta Code: gra/pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A cast slough of serpents, etc., Hsch.    2 wrinkled, S.Ichn.177, EM239.31.    3 kind of bird, Hsch.

Greek Monolingual

γράπις (-ιδος), η (Α)
1. το δέρμα φιδιών και εντόμων που έχει απορριφθεί
2. (για πρόσωπο) γεμάτος ρυτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τύπος, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι, αν ληφθεί ως αφετηρία η έννοια της ρυτίδας, πρόκειται για υποκοριστικό τ. του γράπτης. Η σύνδεση με τα γραυς, γήρας δεν αποτελεί άποψη ευρύτερα αποδεκτή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: ὁ ἐρρυτιδωμένος, wrinkled (EM), cast slough of a serpent (H.), in S. Ichn. 177 the meaning is unclear; name of a bird H..
Derivatives: γράπτης wrinkled (Eust.), γραπίνης οἶνος τραχύς H., EM. (Not here with Frisk γραιόομαι become old, s. γραῦς.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Not to γραῦς, γῆρας. DELG considers a hypocoristicon of γράπτης wrinkled cited by Eust., which may come from γράφω.

Frisk Etymology German

γράπις: {grápis}
Meaning: ὁ ἐρρυτιδωμένος, gerunzelt, runzelig (EM), abgestreifte Haut einer Schlange (H.), auch S. Ichn. 177 in unbekannter Bed. Nach H. auch N. eines Vogels.
Derivative: Daneben γράπτης runzelig (Eust.) und γραπίνης· οἶνος τραχύς H., EM; vgl. γραιόομαι alt werden, vom Wein.
Etymology : Volkstümliches Wort unklarer Bildung, letzten Endes zu γραῦς, γῆρας usw.; vgl. besonders γῆρας = abgezogene Schlangenhaut.
Page 1,323