διακαθιζάνω
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
A sit down apart, i.e. alvum solvere, LXX De.23.13(14): metaph., hold aloof, δ. ὁ νοῦς Ph.1.72.
Greek (Liddell-Scott)
διακαθιζάνω: καθίζω χωριστά, κάθημαι κατὰ μέρος, Ἑβδ.
Spanish (DGE)
apartarse para ponerse en cuclillas e.e. para evacuar ὅταν διακαθιζάνῃς ἔξω LXX De.23.14
•fig. de la inteligencia ocupar un lugar apartado e.d. pasar a un nivel inferior Ph.1.72.