δολορραφέω
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
A lay snares, Ctes.Fr.29.4.
Greek (Liddell-Scott)
δολορρᾰφέω: συρράπτω, μηχανῶμαι δόλους, Κτησ. παρὰ Φωτ.
Spanish (DGE)
tender una trampa δολορραφοῦντος Κροίσου Ctes.9.4, κατ' αὐτῶν Tz.Comm.Ar.3.845.13.