θωρηκτής
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (θωρήσσω)
A armed with θώραξ, Ἀργείοισι θωρηκτῇσι Il.21.429; Λυκίων, Τρώων πύκα θωρηκτάων armed with stout cuirass, 12.317,15.689.
German (Pape)
[Seite 1230] der Geharnischte, Gewappnete, Τρῶες, Ἀργεῖοι, Il. 15, 689. 21, 429.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
guerrier cuirassé.
Étymologie: θωρήσσω.
English (Autenrieth)
(θωρήσσω): cuirassed, wellcuirassed. (Il.)
Greek Monolingual
θωρηκτής, ὁ (Α) θεωρήσσω
οπλισμένος με θώρακα («ὅτ' Ἀργείοισι μαχοίατο θωρηκτῇσιν», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
θωρηκτής: -οῦ, ὁ (θωρήσσω), οπλισμένος με θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
θωρηκτής: οῦ ὁ одетый в броню воин, латник Hom.