διχασμός

From LSJ
Revision as of 16:26, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχασμός Medium diacritics: διχασμός Low diacritics: διχασμός Capitals: ΔΙΧΑΣΜΟΣ
Transliteration A: dichasmós Transliteration B: dichasmos Transliteration C: dichasmos Beta Code: dixasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A division into two parts, Aq.De.14.6.    2 division by two, Nicom.Ar.1.10.    II payment in two instalments, dub. in Ἀρχ.Ἐφ. 1917.133 (Perrhaebia).

Greek (Liddell-Scott)

διχασμός: -οῦ, ὁ, διαίρεσις εἰς δύο, Νικόμ. 80.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 división en dos partes δεδιχασμένον διχασμῷ Aq.De.14.6, cf. Hdn.Epim.19, Ephr.Syr. en Phot.Bibl.247b5, Eust.857.49
rotura, rasgadura en dos τοῦ διαπετάσματος Ath.Al.M.28.997B.
2 mat. división entre dos τὸν διχασμὸν ἐπιδεχόμενος εἰς τὰ μέρη Nicom.Ar.1.10, cf. Theol.Ar.54.
3 dud., quizá pago en dos plazos o bien reducción a la mitad del montante de un impuesto de manumisión Ἀρχ.Ἐφ. 1917.113.n.325 (Perrebia III d.C.).

Greek Monolingual

ο (AM διχασμός) διχάζω
διαίρεση σε δύο μέρη, διχοτόμηση
νεοελλ.
1. διχογνωμία, διαφωνία, διαίρεση σε δύο αντίπαλες παρατάξεις («διχασμός κόμματος»)
2. φρ. «διχασμός προσωπικότητας» — διαταραχή κατά την οποία γεγονότα που σχηματίζονται στον εγκέφαλο θεωρούνται από τον πάσχοντα ότι συμβαίνουν έξω απ' τον εαυτό του ή κατά την οποία ο ασθενής αισθάνεται ότι συνυπάρχουν εντός του δύο
αρχ.
1. διαίρεση διά δύο
2. πληρωμή σε δύο δόσεις.