θηριομάχος

From LSJ
Revision as of 16:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριομάχος Medium diacritics: θηριομάχος Low diacritics: θηριομάχος Capitals: ΘΗΡΙΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: thēriomáchos Transliteration B: thēriomachos Transliteration C: thiriomachos Beta Code: qhrioma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A fighting with wild beasts, M.Ant.10.8, Luc.Lex.19.

German (Pape)

[Seite 1209] ὁ, Thierkämpfer; Herakles, Luc. Lexiph. 19; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θηριομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος πρὸς ἄγρια θηρία, Λουκ. Λεξιφ. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lutte contre les bêtes féroces.
Étymologie: θηρίον, μάχομαι.

Greek Monolingual

ο (Α θηριομάχος)
αυτός που παλεύει με άγρια θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο-μάχος, πρό-μαχος].

Russian (Dvoretsky)

θηριομάχος: Diod. θηριομάχης 2 (ᾰ) борющийся с дикими зверями (Ἡρακλῆς Luc.).