κολοσσοποιός

From LSJ
Revision as of 16:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοσσοποιός Medium diacritics: κολοσσοποιός Low diacritics: κολοσσοποιός Capitals: ΚΟΛΟΣΣΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kolossopoiós Transliteration B: kolossopoios Transliteration C: kolossopoios Beta Code: kolossopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of colossal statues, Hero *Deff.135.13.

German (Pape)

[Seite 1475] Kolosse machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κολοσσοποιός: -όν, κατασκευάζων κολοσσιαῖα ἀγάλματα ἢ ἀνδριάντας, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ. Ὀπτικ.

Greek Monolingual

κολοσσοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει κολοσσούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + -ποιός (< ποιῶ) πρβλ. ανδριαντο-ποιός, οινο-ποιός.