μελαμψίθιος

From LSJ
Revision as of 17:11, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμψίθιος Medium diacritics: μελαμψίθιος Low diacritics: μελαμψίθιος Capitals: ΜΕΛΑΜΨΙΘΙΟΣ
Transliteration A: melampsíthios Transliteration B: melampsithios Transliteration C: melampsithios Beta Code: melamyi/qios

English (LSJ)

[ῐθ] (sc. οἶνος), ὁ,

   A wine made from black ψίθιος, Dsc.5.6, Orib.Fr.64.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμψίθιος: ὁ, μέλας ψίθιος οἶνος, ὁ μὲν μέλας, καλούμενος δὲ μελαμψίθιος, παχύς ἐστι καὶ πολύτροφος Διοσκ. 5, 9.

Greek Monolingual

μελαμψίθιος, ὁ (Α)
φρ. «μελαμψίθιος οἶνος» — μαύρος οίνος παρασκευασμένος από ένα είδος αμπέλου, την ψιθία άμπελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ψίθιος «είδος οίνου»].