μικρόσοφος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A wise in small matters, D.S.26.1.
German (Pape)
[Seite 185] in Kleinigkeiten weise, geschickt, D. Sic. 26, 1.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόσοφος: -ον, ὁ εἰς μικρὰ πράγματα σοφός, Διόδ. 26. 1, Ἐκλογ. 513. 60.
Greek Monolingual
μικρόσοφος, -ον (Α)
ο σοφός σε μικρά ή ασήμαντα πράγματα.
Russian (Dvoretsky)
μῑκρόσοφος: мудрый в мелочах Diod.