δενδρυάζω

From LSJ
Revision as of 17:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρῠάζω Medium diacritics: δενδρυάζω Low diacritics: δενδρυάζω Capitals: ΔΕΝΔΡΥΑΖΩ
Transliteration A: dendryázō Transliteration B: dendryazō Transliteration C: dendryazo Beta Code: dendrua/zw

English (LSJ)

   A lurk, hide in the wood, Paus.Gr.Fr.119, Hsch.    II dive and remain under water, EM256.4.

German (Pape)

[Seite 546] sich unter Bäumen oder Eichen verstecken, VLL. Verwandt δένδρεον und δρῦς, s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 204.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρυάζω: παραμένω, κρύπτομαι μεταξὺ τῶν δένδρων, ἐν τῷ δάσει, Ἡσύχ., καὶ (ἐκ τοῦ Αἰλ. Διονυσ.) Εὐστ. 396. 27.

Spanish (DGE)

1 guarecerse bajo las encinas Hsch., EM 255.55G., Sud.
2 ocultarse bajo el agua Sud., Eust.396.29.
3 ret. δενδρυάζουσα φωνή tal vez voz tamizada de los maestros de declamación, Ael.Dion.δ 7.

Greek Monolingual

δενδρυάζω (Α)
1. κρύβομαι ανάμεσα στα δένδρα του δάσους
2. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. του δενδρύω που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. δρυς «βαλανιδιά» (πρβλ. τις γλώσσες «δενδρυάζειν
το καταδύνειν και κρύπτεσθαι, κυρίως εις τας δρυς...» και «το δρυσί σκέπεσθαι και το καθ' ύδατος δύεσθαι κ.λπ.»)].