δυσεμής

From LSJ
Revision as of 17:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεμής Medium diacritics: δυσεμής Low diacritics: δυσεμής Capitals: ΔΥΣΕΜΗΣ
Transliteration A: dysemḗs Transliteration B: dysemēs Transliteration C: dysemis Beta Code: dusemh/s

English (LSJ)

ές,

   A hard to make to vomit, Gal.17(2).329, prob. l. in Dsc.4.153; cf. δυσημής.

German (Pape)

[Seite 679] ές, schwer zum Erbrechen zu bringen, Medic.; vgl. δυσημής.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεμής: -ές, ὁ δυσκόλως ἐμῶν, εἰώθασιν οἱ δυσεμεῖς πτερῷ χρῆσθαι Γαλην. 9, 546· πρβλ. δυσημής.

Spanish (DGE)

-ές
que vomita con dificultad Dsc.4.153.3, Gal.11.55, 12.536, 17(2).329, Sch.Ar.Ach.584, cf. δυσημής.

Greek Monolingual

δυσεμής και δυσημής, -ές (Α)
αυτός που δεν μπορεί να κάνει εμετό, παρά την τάση προς εμετό.