μαντιάρχης

From LSJ
Revision as of 17:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαντῐάρχης Medium diacritics: μαντιάρχης Low diacritics: μαντιάρχης Capitals: ΜΑΝΤΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: mantiárchēs Transliteration B: mantiarchēs Transliteration C: mantiarchis Beta Code: mantia/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, in Cyprus,

   A president of a college of μάντεις, LW2795:—also μαντῐ-αρχος, ὁ, Myres Cesnola Collection 1909.

Greek (Liddell-Scott)

μαντιάρχης: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν μάντεων, Ἐπιγραφ. Παλαιπάφου τῆς Κύπρου, CIG. 2640.

Greek Monolingual

μαντιάρχης και μαντίαρχος, ὁ (Α)
(στην Κύπρο) ο αρχηγός τών μάντεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + -άρχης / -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ-άρχης, στρατ-άρχης].