μαντιάρχης
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ου, ὁ, in Cyprus,
A president of a college of μάντεις, LW2795:—also μαντῐ-αρχος, ὁ, Myres Cesnola Collection 1909.
Greek (Liddell-Scott)
μαντιάρχης: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν μάντεων, Ἐπιγραφ. Παλαιπάφου τῆς Κύπρου, CIG. 2640.
Greek Monolingual
μαντιάρχης και μαντίαρχος, ὁ (Α)
(στην Κύπρο) ο αρχηγός τών μάντεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + -άρχης / -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ-άρχης, στρατ-άρχης].