κοσμοφλεγής
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ές,
A setting the world on fire, δαλός Eleg. ap. Jo.Sic. in Rh.6.57 W.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοφλεγής: -ές, καταφλέγων τὸν κόσμον, Α. Β. 1454.
Greek Monolingual
κοσμοφλεγής, -ές (Μ)
αυτός που καταφλέγει, που κατακαίει τον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -φλεγής (< φλέγος, τὸ), πρβλ. βραδυ-φλεγής, πυρι-φλεγής].