τίλμα

From LSJ
Revision as of 18:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίλμα Medium diacritics: τίλμα Low diacritics: τίλμα Capitals: ΤΙΛΜΑ
Transliteration A: tílma Transliteration B: tilma Transliteration C: tilma Beta Code: ti/lma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything pulled or shredded, lint, Hp.Decent.8, Heraclid.Tarent. ap. Gal.12.957.    II anything that can be pulled or plucked, Plu.2.48b.    III = τίλσις, Herod.2.69 (pl.).    IV in later Medic. language, τίλματα sprains, Gal.18(1).682.

German (Pape)

[Seite 1114] τό, das Gerupfte, bes. zerrupfte Leinwand, Charpie, Sp. – Bei den Aerzten auch die Zuckungen der Muskeln, die früher σπάσματα hießen.

Greek (Liddell-Scott)

τίλμα: τό, πᾶν ὅ,τι ἀπετίλθη ἢ ἀπεσπάσθη, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 24. 15, Γαλην. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ ἀποσπασθῇ ἢ μαδηθῇ, Πλούτ. 2. 48Β. ΙΙΙ. = τίλσις, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ. IV. παρὰ μεταγεν. ἰατρ. τίλματα = σπάσματα. Γαλην., κλπ.· ἴδε Foës. Oec.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
poil épilé.
Étymologie: τίλλω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ τίλλω
μοτός, ξαντό
νεοελλ.
στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών
αρχ.
1. τίλση
2. καθετί που μπορεί να αποσπαστεί ή να μαδηθεί
3. στον πληθ. τὰ τίλματα- ιατρ. διαστρέμματα.

Russian (Dvoretsky)

τίλμα: ατος τό τίλλω клок: τίλματα τίλλειν Plut. рвать в клочья.