ψίλωμα

From LSJ
Revision as of 18:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλωμα Medium diacritics: ψίλωμα Low diacritics: ψίλωμα Capitals: ΨΙΛΩΜΑ
Transliteration A: psílōma Transliteration B: psilōma Transliteration C: psiloma Beta Code: yi/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bone laid bare of flesh, ἀφικέσθαι ἐς ὀστέων ψιλώματα Hp.Art.69, cf. Epid.3.4.

German (Pape)

[Seite 1400] τό, eine von Haaren entblößte Stelle, ein bloß liegender, von Fleisch entblößter Knochen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ψίλωμα: [ῑ], τό, ὀστοῦν γυμνωθὲν τῶν σαρκῶν, ἀφικέσθαι ἐς ψ. ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 832, πρβλ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1083.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α ψιλῶ
1. σημείο του σώματος απογυμνωμένο από τρίχες
2. (ειδικά) οστό απογυμνωμένο από σάρκες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψίλωμα -ατος, τό [ψιλόω] ontvlezing.