κεραυνοκλόνος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Full diacritics: κεραυνοκλόνος | Medium diacritics: κεραυνοκλόνος | Low diacritics: κεραυνοκλόνος | Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΚΛΟΝΟΣ |
Transliteration A: keraunoklónos | Transliteration B: keraunoklonos | Transliteration C: keravnoklonos | Beta Code: keraunoklo/nos |
ον,
A causing the din of the thunderbolt, PMag.Par.1.599.
κεραυνοκλόνος, -ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το τράνταγμα που προξενεί ο κεραυνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -κλόνος (< κλόνος «ταραχή, κλονισμός») πρβλ. πυρι-κλόνος.