μονοσύστατος

From LSJ
Revision as of 19:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοσύστᾰτος Medium diacritics: μονοσύστατος Low diacritics: μονοσύστατος Capitals: ΜΟΝΟΣΥΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: monosýstatos Transliteration B: monosystatos Transliteration C: monosystatos Beta Code: monosu/statos

English (LSJ)

ον, of an art,

   A existing only while it is being practised, e.g. dancing, Sch.D.T.p.445 H.

Greek Monolingual

μονοσύστατος, -ον (Α)
(για τέχνη) αυτός που λαμβάνει υπόσταση μόνον όταν μπαίνει σε εφαρμογή, όταν ασκείται, όπως π.χ. ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. πολυ-σύστατος].